- απομαρτύρομαι
- ἀπομαρτύρομαι (Α)υποστηρίζω κάτι με επιμονή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπομαρτύρομαι — ἀπομαρτύ̱ρομαι , ἀπό μαρτύρομαι call to witness aor subj mp 1st sg (epic) ἀπομαρτύ̱ρομαι , ἀπό μαρτύρομαι call to witness pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)